- αυλακισμός
- αὐλακισμός, ο (AM)το αυλάκισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐλακισμοῖς — αὐλακισμός ploughing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλακισμούς — αὐλακισμός ploughing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλακισμῶν — αὐλακισμός ploughing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)